Η νομολογία, τόσο του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, βρίθει τα τελευταία χρόνια από υποθέσεις που άπτονται της ύλης του Εκκλησιαστικού Δικαίου, καθιστώντας αδήριτη την ανάγκη για οριοθέτηση των θεματικών του οριζόντων. Δύο, λοιπόν, είναι τα κύρια γνωστικά πεδία του Εκκλησιαστικού Δικαίου: η συνταγματική διαμόρφωση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας και το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το Εκκλησιαστικό Δίκαιο συνδέεται άρρηκτα με το συνταγματικό και το δημόσιο δίκαιο, καθότι τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα είναι ως επί το πλείστον δημοσίου δικαίου, ενώ βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με όλους τους κλάδους του δικαίου.
Ιδιαίτερο είναι το ενδιαφέρον του Εκκλησιαστικού Δικαίου για το Κανονικό Δίκαιο. Το τελευταίo αποτελείται από διατάξεις που θεσπίζουν τα εσωτερικά Εκκλησιαστικά όργανα προκειμένου να διασφαλιστεί η ευταξία και η πειθαρχία στο εσωτερικό του πνευματικού βίου τους. Επί σοβαρών κανονικών παραπτωμάτων των κληρικών και των μοναχών επιλαμβάνονται τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια, σε συνέχεια της αρχιερατικής εξουσίας των Αποστόλων, όπως αυτή καθιερώθηκε περί τον 2ο αιώνα. Σήμερα, ο Νόμος 5383/1932 ορίζει ποια είναι τα δικαστήρια αυτά και ποια διαδικασία ακολουθούν.
Βέβαια, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του ΣτΕ, πρόκειται όχι ακριβώς για δικαστήρια, αλλά για πειθαρχικά συμβούλια, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται στην ακυρωτική του διαδικασία. Έτσι, τα Δικαστήρια αυτά οφείλουν να τηρούν βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου, όπως, λόγου χάρη, ο σαφής προσδιορισμός των πειθαρχικών παραπτωμάτων στη βάση της ασφάλειας του δικαίου προς αποφυγή σκόπιμων αυθαιρεσιών. Οφείλουν, με δύο λόγια, να προβαίνουν σε αναλογική εφαρμογή του πειθαρχικού δικαίου του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007). Ταυτόχρονα, επειδή οι κληρικοί και οι μοναχοί διατηρούν την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη, δεν απαγκιστρώνονται των ατομικών τους δικαιωμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Επίσης, η Εκκλησία της Ελλάδος δεσμεύεται από τις συνταγματικές επιταγές της χρηστής διοίκησης και του κράτους δικαίου.
Μεταξύ των αποφάσεων, που ένα Εκκλησιαστικό Δικαστήριο δύναται να εκδώσει, βρίσκονται η επιβολή των ποινών της αργίας και της καθαίρεσης. Σχετικά με την αργία, ο κληρικός που τιμωρήθηκε με αυτήν (ισόβια ή όχι) χάνει το δικαίωμα για την άσκηση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στο βαθμό του, δεν χάνει όμως το ιερατικό του αξίωμα, το οποίο παραμένει άθικτο, με συνέπεια να είναι έγκυρα τα μυστήρια που τελούνται από αυτόν. Στην υψηλότατη βαθμίδα των ποινών βρίσκεται η καθαίρεση. Με την επιβολή της τελευταίας ο κληρικός χάνει την ιερατική του ιδιότητα και εκπίπτει στην τάξη που ανήκε προηγουμένως, είτε ως λαϊκός είτε ως μοναχός, και κάθε μυστήριο τελούμενο από αυτόν είναι άκυρο. Μερικά από τα παραπτώματα που επισύρουν την ποινή της καθαίρεσης είναι η διγαμία, η μέθη, η μοιχεία και η πορνεία.
Συμπερασματικά, το γραφείο μας με εμπειρία 35 ετών και ανταποκρινόμενο στην ανάγκη της εποχής για εξειδίκευση, αναλαμβάνει, με υψηλό αίσθημα υπευθυνότητας, να φέρει σε πέρας υποθέσεις που άπτονται της ύλης του Εκκλησιαστικού Δικαίου, είτε αυτές σχετίζονται με τους υπόλοιπους κλάδους δικαίου είτε εντάσσονται στη δικαιοδοσία των ιδιόμορφων, όπως αναλύθηκε παραπάνω, Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων.