Οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και οι δόκιμοι και οι υπάλληλοι με θητεία, έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν με το ένδικο βοήθημα της υπαλληλικής προσφυγής τις ακόλουθες πράξεις: α) τις αποφάσεις των υπηρεσιακών ή πειθαρχικών συμβουλίων, με τις οποίες αποφασίζεται για οποιοδήποτε λόγο η παύση ή ο υποβιβασμός τους, β) τις πειθαρχικές αποφάσεις: 1) των Υπουργών, των προϊσταμένων των ανεξάρτητων αρχών, του Διοικητή του Αγίου Όρους καθώς και του διοικητή ή του προέδρου συλλογικού οργάνου που διοικεί ΝΠΔΔ, με τις οποίες επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή, 2) του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, με τις οποίες επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή πλην της έγγραφης επίπληξης και του πρόστιμου αποδοχών ενός μήνα, και 3) των πειθαρχικών συμβουλίων που επιβάλλουν ποινή πρόστιμου αποδοχών από έναν έως τέσσερις μήνες.
Καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο, εκτός από εκείνη που στρέφεται κατά πράξεων απόλυσης ή υποβιβασμού που διατηρήθηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων, εκτός από εκείνες με τις οποίες επιβάλλεται ποινή υποβιβασμού και προσωρινής ή οριστικής παύσης.
Το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της προσφυγής εξετάζει και τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και την ουσία της υπόθεσης, εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή κρίνει την υπόθεση από την αρχή και μπορεί να προβεί σε συμπλήρωση και νέα εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Συνεπώς ο προσφεύγων μπορεί να επικαλεσθεί και νομικούς λόγους που αναφέρονται στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης καθώς και ουσιαστικούς ισχυρισμούς.
Τέλος, το δικαστήριο είτε δέχεται την προσφυγή, είτε την απορρίπτει οπότε εκτελείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Η απόφαση που δέχεται την προσφυγή εξαφανίζει ή μεταρρυθμίζει την προσβαλλόμενη απόφαση.