Στην περίπτωση της σύνταξης δημόσια διαθήκης από κωφό διαθέτη, εάν ο διαθέτης δηλώσει ότι είναι κωφός, προβλέπονται στο νόμο πρόσθετες διατυπώσεις, η μη τήρηση των οποίων έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της δημόσιας διαθήκης (άρθρο 1718 ΑΚ). Ειδικότερα, αν ο διαθέτης δηλώσει ότι είναι κωφός πρέπει επιπλέον α) να δοθεί η πράξη σε αυτόν για να τη διαβάσει και β) να βεβαιωθεί στο συμβολαιογραφικό έγγραφο ότι αυτό έγινε (άρθρο 1735 ΑΚ). Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι πέραν του ότι είναι κωφός και δεν μπορεί να διαβάσει χειρόγραφα (ανεξαρτήτως του αν αυτό οφείλεται σε πάθηση των οφθαλμών ή σε αμάθεια/άγνοια ανάγνωσης), η διαθήκη συντάσσεται ενώπιον πέντε μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου και τριών μαρτύρων (άρθρο 1736 ΑΚ).
Το ενδιαφέρον σημείο στην εν λόγω εφετειακή απόφαση, είναι το ότι για την ενεργοποίηση των πρόσθετων διατυπώσεων, όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω, αρκεί η σχετική δήλωση του διαθέτη περί της κωφότητάς του, ενώ το αν πράγματι είναι κωφός δεν ερευνάται και είναι αδιάφορο. Ο συμβολαιογράφος, δε, δεν έχει υποχρέωση να εξακριβώσει αν ο διαθέτης είναι πράγματι κωφός ή όχι. Επιπλέον, όπως ορίζει η απόφαση, μόνη η ύπαρξη κωφότητας στο πρόσωπο του διαθέτη δεν συνεπάγεται και την έλλειψη συνείδησης των πράξεών του, ώστε να θεωρηθεί ανίκανος για την σύνταξη δημόσια διαθήκης.