info@provataslaw.gr

2310 270 580

Αρχική // Νέα // Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ (Καθήκοντα – Αρμοδιότητες – Εξουσίες)
Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ (Καθήκοντα – Αρμοδιότητες – Εξουσίες)

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ (Καθήκοντα – Αρμοδιότητες – Εξουσίες)

Στα άρθρα 33-36 Κ.Π.Δ. ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, το πεδίο δράσης, τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι εξουσίες του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ενός σχετικά νεοπαγούς θεσμού που εισήχθη για πρώτη φορά στην εσωτερική έννομη τάξη με το άρθρο 2 του Ν. 3943/2011.  

Εν συνεχεία, ο θεσμός αυτός μετονομάστηκε σε Εισαγγελείς Ειδικών Καθηκόντων στο Δεύτερο Κεφαλαίο του Δεύτερου Τμήματος του Πρώτου Βιβλίου του ΚΠΔ με το Ν. 4620/2019 περιλαμβάνοντας τους θεσμούς του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, ενώ με το άρθρο 53 παρ. 1 του Ν 4745/2020 «Επιτάχυνση εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων ν.3869/2010, τροποποιήσεις Κωδ. Δικηγόρων κλπ» αντικαταστάθηκε ο τίτλος του Δεύτερου Κεφαλαίου του Δεύτερου Τμήματος του Πρώτου Βιβλίου του ΚΠΔ και ο θεσμός των Εισαγγελέων Ειδικών Καθηκόντων τροποποιήθηκε σε «ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ». Παράλληλα, με τις υπόλοιπες παραγράφους (2-5) του ίδιου άρθρου αντικαταστάθηκαν οι τίτλοι και το περιεχόμενο των άρθρων 33-36 ΚΠΔ.

Στην Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ, και δη στο μέρος που αυτή αφορά την «ταυτότητα» και το «ζήτημα» που αφορά η αξιολογούμενη ρύθμιση, καταγράφονται τα εξής: «Η υφιστάμενη διαμόρφωση των ως άνω εισαγγελέων με την ύπαρξη δύο διαφορετικών θεσμών εισαγγελέων ειδικών καθηκόντων, αφενός μεν του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος με αρμοδιότητα προσδιοριζόμενη με βάση την φύση των αδικημάτων (κατά βάση φορολογικών και οικονομικών) και αφετέρου του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς με αρμοδιότητα προσδιοριζόμενη με βάση την ιδιότητα των φερομένων ως δραστών κακουργημάτων οικονομικής φύσης, παρόμοιας με εκείνης που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, προκαλεί μία αδικαιολόγητη πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων που δεν εισφέρει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνονται οι ως άνω εισαγγελείς. Σημειώνεται περαιτέρω ότι σύμφωνα με το υφιστάμενο καθεστώς, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος μπορεί να ασκεί την αρμοδιότητά του σε όλη την Επικράτεια, ενώ η αρμοδιότητα του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς εκτείνεται στην εδαφική περιφέρεια του εφετείου όπου είναι τοποθετημένος, δηλαδή στην εδαφική περιφέρεια του εφετείου Αθηνών ή Θεσσαλονίκης. Με την προτεινόμενη ρύθμιση η κατά τόπο αρμοδιότητα των (νέων) εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια και έτσι δεν υφίσταται πλέον η ως άνω μη δικαιολογημένη διαφοροποίηση. Επιπλέον προβλέπεται ότι οι νέοι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος φέρουν βαθμό Εισαγγελέα ή Αντεισαγγελέα Εφετών και η επιλογή τους θα γίνεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ενώ η επιλογή των επίκουρων εισαγγελέων, οι οποίοι θα είναι εισαγγελείς του πρώτου βαθμού θα γίνεται από τις Ολομέλειες των Εισαγγελέων Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Κατά τα λοιπά οι εξουσίες των (νέων) εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος καλύπτουν εξουσίες που διέθεταν οι καταργούμενοι εισαγγελείς ειδικών καθηκόντων, ενώ εισάγονται και μεταβατικές ρυθμίσεις προς το σκοπό της ομαλής μετάβασης στον νέο θεσμό».

Στην ίδια Αιτιολογική Έκθεση και ως προς τις επιδιώξεις και το όφελος της μεταβολής σημειώνεται ότι «στόχος είναι η με ενιαίο τρόπο αντιμετώπιση των υποθέσεων που υπάγονταν στην αρμοδιότητα των εισαγγελέων ειδικών καθηκόντων καθόσον η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του νέου θεσμού των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος καλύπτει τις αρμοδιότητες των προαναφερθέντων εισαγγελέων».

Σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 1 Κ.Π.Δ., Στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών δημιουργείται Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος που λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας αυτής. Στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών υπηρετούν τέσσερις (4) εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς εφετών που τοποθετούνται για θητεία τριών (3) ετών, με τους ισάριθμους αναπληρωτές τους, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται ο αρχαιότερος από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ως Προϊστάμενος του Τμήματος. Σε περίπτωση που με το προεδρικό διάταγμα του πρώτου εδαφίου τοποθετείται στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας εφε-τών που δεν υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, μετατίθεται και τοποθετείται σε αυτήν. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, ενώ οι αναπληρωτές τους με μερική απασχόληση, και τις εργασίες του Τμήματος συνεπικουρούν οκτώ (8) τουλάχιστον εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών, εκ των οποίων επτά (7) τουλάχιστον από όσους υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και ένας (1) τουλάχιστον από όσους υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Οι ως άνω εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς ορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης.

Το έργο των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος εποπτεύει και συντονίζει ο Προϊστάμενος του Τμήματος (: άρθρο 33 παρ. 2 ΚΠΔ), ενώ η κατά τόπον αρμοδιότητα των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια (: άρθρο 34 ΚΠΔ).

Αναφορικά με τα καθήκοντά τους, οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, σύμφωνα με το άρθρο 35 Κ.Π.Δ.:

(i) Διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας σχετικά τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, για τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης μείζονος, κατά την κρίση του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος, απαξίας φορολογικών, οικονομικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών εγκλημάτων, εφόσον αυτά τελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. Επίσης, στην αρμοδιότητά τους υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν Υπουργοί ή Υφυπουργοί και δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και τα κακουργήματα που τελούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκπροσωπούν την Ελλάδα, γενικοί και ειδικοί γραμματείς της Κυβέρνησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες σύμβουλοι ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε υπάλληλος κατά την έννοια της περ. α΄ του άρθρου 13 ΠΚ και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση: α) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης και β) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις, μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτήν, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ίδιων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (: άρθρο 35 παρ. 1 ΚΠΔ)

(ii) Ο Προϊστάμενος Εισαγγελέας του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος έχει την εποπτεία, καθοδήγηση και τον συντονισμό των ενεργειών των γενικών κατά την περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 31 και ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων, ιδίως δε υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.) και της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, σε σχέση με τις υποθέσεις, των οποίων οι ως άνω υπάλληλοι έχουν επιληφθεί ως ανακριτικοί υπάλληλοι, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους
(: άρθρο 35 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠΔ).

(iii) Ο Προϊστάμενος Εισαγγελέας του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος ενημερώνεται για όλες τις καταγγελίες ή πληροφορίες που περιέρχονται στις αμέσως παραπάνω υπηρεσίες για εγκλήματα της αρμοδιότητάς του, αξιολογεί και διερευνά τις πληροφορίες αυτές, καθώς και κάθε άλλη σχετική είδηση που περιέρχεται σε γνώση του με οποιονδήποτε τρόπον και μέσο προτάσσοντας εκείνες τις υποθέσεις που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιλύοντας ζητήματα σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος και των κατά τόπους εισαγγελέων πλημμελειοδικών (: άρθρο 35 παρ. 2 εδ. β΄ Κ.Π.Δ.)

(iv) Αν η καταγγελία, πληροφορία ή είδηση δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, τη θέτει στο αρχείο (: άρθρο 35 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠΔ).

(v) Οι εισαγγελείς οφείλουν να περατώσουν την προκαταρκτική εξέταση μέσα σε έξι (6) μήνες, αφότου η δικογραφία περιέλθει σ’ αυτούς, εκτός εάν η φύση της υπόθεσης ή των πράξεων που πρέπει να διερευνηθούν επιβάλλει την υπέρβαση της προθεσμίας αυτής. Αρμόδιος για να κρίνει το δικαιολογημένο της υπέρβασης της παραπάνω προθεσμίας είναι ο Προϊστάμενος του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος, ο οποίος σε περίπτωση αδικαιολόγητης υπέρβασης αυτής εξετάζει, εάν συντρέχει περίπτωση ορισμού άλλου εισαγγελέα για τον χειρισμό της υπόθεσης. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος είτε παραγγέλλει στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών την κίνηση ποινικής δίωξης είτε αρχειοθετεί την υπόθεση (: άρθρο 35 παρ. 4 ΚΠΔ).

(vi) Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος υποστηρίζονται στο έργο τους από αριθμό ειδικών επιστημόνων που κρίνεται αναγκαίος για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Οι ειδικοί αυτοί επιστήμονες συνεπικουρούν με κάθε πρόσφορο τρόπο τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, καθώς και τους γενικούς και ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους για την ακριβέστερη διάγνωση και κρίση γεγονότων για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης. Ο ορισμός των προσώπων αυτών γίνεται με πράξη του προϊσταμένου εισαγγελέα του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος μεταξύ αυτών που υπηρετούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε εξαιρετικές δε περιπτώσεις και από τον ιδιωτικό τομέα, εφόσον στο Δημόσιο δεν υπηρετούν πρόσωπα με τις γνώσεις αυτές, εφαρμόζονται δε αναλόγως ως προς αυτούς τα άρθρα 188 έως 193 (:άρθρο 35 παρ. 5 ΚΠΔ).

στ. Ως προς τις εξουσίες τους, οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος:

(i) Έχουν, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου, με την εξαίρεση του δικηγορικού, καθώς και σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας. Ειδικά η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου (Ν 2225/1994) επιτρέπεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος (: άρθρο 36 παρ. 1 ΚΠΔ).

(ii) Όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων), προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα (9) μηνών που μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του αρμόδιου συμβουλίου κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα (9) μήνες, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης. Η διάταξη εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του καθ’ ου ή τρίτου και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν, θυρίδα, κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. Η δέσμευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης στον οργανισμό ή την υπηρεσία προς την οποία απευθύνεται.

Ως χρονική στιγμή αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης της παρούσας προς τους αρμόδιους οργανισμούς και υπηρεσίες, λογίζεται η ημέρα που γνωστοποιείται με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, ιδίως δε τηλεομοιοτυπικά ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία, η διάταξη στην Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, οι οποίες οφείλουν να ενημερώνουν αμελλητί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην ημεδαπή. Σε περίπτωση δέσμευσης ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους, η δέσμευση επιδίδεται στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου ή στον οικείο λιμενάρχη ή στην υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας, οι οποίοι υποχρεούνται να προβούν την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα τηρούμενα από αυτούς βιβλία και ακολούθως να αρχειοθετήσουν το έγγραφο που τους επιδόθηκε. Με τον ίδιο τρόπο, η διάταξη γνωστοποιείται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία δεν κωλύεται να λαμβάνει όλα τα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μέτρα διασφάλισης. Η διάταξη επιδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών στον καθ’ ου ή στον τρίτο, οι οποίοι μπορούν να προσφύγουν, με αίτησή τους, προς το αρμόδιο συμβούλιο και να ζητήσουν την άρση της, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, η οποία δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλούνται ή τροποποιούνται αν προκύψουν νέα στοιχεία. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης: α) στην περίπτωση που παραγγέλλεται από εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος άσκηση ποινικής δίωξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠΔ, β) σε περίπτωση αρχειοθέτησης της ποινικής δικογραφίας, η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως (: άρθρο 36 παρ. 2 ΚΠΔ).

(iii) Με τη σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος μπορεί να παραγγέλλει την έκδοση της διάταξης της παρ. 2 στον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, ο οποίος την εκδίδει σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, οι διατάξεις της οποίας εφαρμόζονται ανάλογα. Η προσφυγή κατά της διάταξης του εισαγγελέα πρωτοδικών εισάγεται στο κατά τόπον αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών (άρθρο 36 παρ.4 ΚΠΔ)

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Επικοινωνήστε μαζί μας

Όμιλος Νομικών Προβατά Σωκράτη

Our firm has an excellent reputation and is known for providing quality, individualized service and attention to clients needing services. Our team members are specialized in different fields of law. Do not hesitate to contact us and we will redirect you to the most suitable lawyer taking into account the nature of your case.

Newsletter

Newsletters

Μείνετε ενημερωμένοι για τις υπηρεσίες και τα προϊόντα μας που συνεχώς εξελίσσονται. Αφήστε μας το e-mail σας και εγγραφείτε στο newsletter μας.

CAPTCHA
This question is for testing whether or not you are a human visitor and to prevent automated spam submissions.

Επικοινωνία

Όμιλος Νομικών Σωκράτη Προβατά

Μητροπόλεως 44, 54622, Θεσσαλονίκη

2310 270 580

2310 233 821

info@provataslaw.gr

www.provataslaw.gr