Α. Αστική ευθύνη
Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι ευθύνονται απευθείας οι ίδιοι. Έτσι η αγωγή αποζημίωσης στρέφεται απευθείας κατά του ιδιωτικού υπαλλήλου και ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να ασκηθεί αγωγή κατά του ιδιωτικού υπαλλήλου είναι η πρόκληση υλικής ζημίας, η παράλληλη απασχόληση σε ανταγωνιστική εταιρεία, ο ανταγωνισμός του εργοδότη κλπ.
Β. Ποινική ευθύνη
Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι ευθύνονται ποινικά για τις παράνομες πράξεις που θα διαπράξουν κατά την εκτέλεση τις εργασίας των.
Έτσι, ο ιδιωτικός υπάλληλος ευθύνεται ποινικά όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας του παραβιάσει με πράξεις ή παραλήψεις το Νόμο ή από τη διάπραξη ενός ποινικά κολάσιμου αδικήματος.
Γ. Πειθαρχική ευθύνη
Ο ιδιωτικός υπάλληλος πρέπει να φροντίζει να μην παραβεί το καθήκον στην εργασία του.Όταν όμως το παραβεί υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη τότε υποπύπτει σε πειθαρχικό αδίκημα.Όταν λοιπόν ο εργαζόμενος υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να ερευνήσει αν ο εργαζόμενος υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα και ποιοι λόγοι τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Ο εργαζόμενος στη συνέχεια θα απολογηθεί και κατόπιν του επιβάλλεται η ποινή ή κρίνεται αθώος.
Οι ποινές που μπορούν να επιβληθούν είναι: α) η προφορική σύσταση β) η γραπτή σύσταση γ) η επίπληξη δ) το πρόστιμο και ε) η αργία.
Το πρόστιμο και η αργία είναι οι δύο ποινές που απαιτείται να ερευνήσουμε.
Το πρόστιμο συνίσταται στην κράτηση του 25% του ημερομισθίου ή του 1/25 του μηνιαίου μισθού. Το πρόστιμο αυτό είναι υποχρεωμένος ο εργοδότης να το καταθέσει μέσα σε αναγκαστική προθεσμία τριάντα ημερών από την επιβολή του σε Τράπεζα υπέρ της Εργατικής Εστίας.
Σε αργία τίθεται ο εργαζόμενος που έχει υποπέσει και δεύτερη φορά στο ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η αργία είναι μια προσωρινή απομάκρυνση του εργαζόμενου από την εργασία του για δέκα ημέρες το ανώτερο μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος και για το χρονικό αυτό διάστημα δεν του καταβάλλεται μισθός.
Ο εργαζόμενος όταν του επιβληθεί η παραπάνω ποινή δικαιούται μέσα σε πέντε ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης να ασκήσει έφεση ενώπιον της τριμελούς επιτροπής του Υπουργείου Εργασίας.
Με την υποβολή και μόνο της έφεσης αναστέλλεται η εκτέλεση της ποινής και συνεπώς ο εργαζόμενος από την ημέρα της άσκησης της έφεσης μέχρι την έκδοση της αποφάσεως δικαιούται να προσφέρει κανονικά την εργασία του.
Προκείμενου ο εργοδότης να επιβάλλει μια οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή σε εργαζόμενο του θα πρέπει προηγουμένως να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Να υφίσταται εγκεκριμένος εσωτερικός κανονισμός εργασίας, ο οποίος να είναι γνωστός στους εργαζόμενους της επιχείρησης, που να προβλέπει την επιβολή των πειθαρχικών ποινών ως επίσης και τα παραπτώματα για τα οποία επιβάλλονται οι ποινές αυτές
β. Να προβλέπεται από τον εσωτερικό κανονισμό εργασίας η ποινή που επιβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο του που υπέπεσε στο αντίστοιχο πειθαρχικό παράπτωμα.
γ. Να καλείται σε απολογία ο εργαζόμενος που υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα πριν από την επιβολή της ποινής.
δ. Η επιβολή της ποινής να πραγματοποιείται ύστερα από μία ενδελεχή έρευνα και δίκαιη κρίση του εργοδότη, σύμφωνα πάντοτε με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών.
ε. Η επιβαλλόμενη ποινή στον εργαζόμενο δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το τελεσθέν παράπτωμα από αυτόν.