Με την υπ’ αρ. 939/2023 απόφασή του ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να κρίνει ποιες είναι οι οφειλές που συμπεριλαμβάνονται και συνυπολογίζονται για τη θεμελίωση του ποινικού αδικήματος της καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που προβλέπεται στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 469 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και αν για την εξαίρεση όσων προβλέπονται και τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) θα πρέπει τα ποσά αυτά που περιλαμβάνονται στο άρθρο 66 να μπορούν να διωχθούν ποινικά βάσει ποσού ή αν αρκεί να συνιστούν φορολογική παράβαση.
Συγκεκριμένα, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι τα συνολικά χρέη του κατηγορουμένου που αφορούν σε «εισόδημα Φ.Π», «προσωρινή βεβαίωση από δήλωση», «εισφορές και τέλος επιτηδεύματος ετών 2010, 201 1, 2012, 2014, Φ.Α.Π. 2013, Ε Ν.Φ.Ι.Α 2014 και εκχώρηση μισθωμάτων, συνολικού ποσού 111.688,01 ευρώ, δεν αποτελούσαν αυτοτελώς και φορολογικό αδίκημα τυποποιούμενο στο άρθρο 66 Κ.Φ.Δ., αφού δεν υπερέβαιναν το οριζόμενο στο παραπάνω άρθρο ύψος ανά διαχειριστικό έτος για την θεμελίωση του αξιοποίνου και ως εκ τούτου καταδίκασε τον κατηγορούμενο για το αδίκημα του άρθρου 25 του ν. 1882/1990.
Ο Άρειος Πάγος, ωστόσο, έκρινε ότι με τη χρησιμοποίηση από το νομοθέτη στο άρθρο 469 του ΠΚ του ευρύτερου όρου «αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας», σε αντιδιαστολή με τον στενότερο όρο «εγκλήματα φοροδιαφυγής» που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, σαφώς συνάγεται ότι η βούληση του νομοθέτη είναι να συμπεριλαμβάνεται στο άρθρο 469 του ΠΚ κάθε χρέος ανεξάρτητα από ύψος ποσού, δηλαδή είτε συνιστά φορολογική παράβαση είτε συνιστά έγκλημα - ποινική παράβαση.
Συνεπώς, και τα χρέη από τις πράξεις που εμπίπτουν στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και που λόγω μη πλήρωσης του όρου του αξιοποίνου ως προς ύψος του ποσού, δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα, αλλά συνιστούν φορολογική παράβαση, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στο άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990. Και τούτο διότι, η ποινική τυποποίηση των χρεών αυτών, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 469 του Π.Κ., πρέπει να εκληφθεί με κριτήριο την πηγή προέλευσή τους, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού κάθε τέτοιου χρέους, αν δηλαδή λόγω ποσού, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, καθίστανται τιμωρητές ή όχι, πράξεις ή παραλείψεις κατά τις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Με την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, τα χρέη που προέρχονται από το είδος των φόρων που ορίζονται από τις διατάξεις του αμέσως παραπάνω άρθρου, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού τους, συναθροιζόμενα μεταξύ τους, ή με άλλα χρέη του πίνακα του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, θα καθίσταντο, εφόσον υπερέβαιναν το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, αξιόποινα, ακόμη και από το πρώτο ευρώ, ενώ αν ο νομοθέτης ήθελε οι φόροι, ή η αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων, να συνιστούν ποινικά αδικήματα ανεξαρτήτως ποσού, θα το όριζε στις διατάξεις του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Ο σκοπός του άρθρου 469 του Π.Κ., της αποφυγής της διπλής τιμώρησης δηλαδή, δεν πρέπει να άγει στο αντίθετο αποτέλεσμα, οφειλές από φόρους που, λόγω ύψους ποσού, δεν συνιστούν ποινικά αδικήματα κατά το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας να καθίστανται αδικήματα με την συμπερίληψή τους στον πίνακα χρεών του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990.
Με βάση τα ανωτέρω, κρίθηκε ότι τα υπ’ αρ. 1-14 και 16 χρέη του κατηγορουμένου, αφορούσαν όλα φόρους η μη καταβολή των οποίων δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης για χρέη προς το Δημόσιο, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 469 του Π.Κ., με βάση την οποία, έχει καταστεί ανέγκλητη πράξη, η μη καταβολή στο Δημόσιο χρεών από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κ. Φ. Δ., όπως όλα τα παραπάνω χρέη, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού τους. Συνεπώς, δεδομένου ότι το υπ’ αρ. 15 χρέος του πίνακα χρεών, το οποίο δεν περιλαμβάνεται σε εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 469 Π.Κ., ανέρχεται σε 68.490,53 ευρώ, δεν υπερβαίνει δηλαδή το όριο των 100.000,00 ευρώ που καθιστά την πράξη αξιόποινη, ο Άρειος Πάγος με την απόφασή του, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι το Εφετείο εφάρμοσε εσφαλμένα τον νόμο και συγκεκριμένα την ουσιαστική ποινική διάταξή του 469 Π.Κ. και κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο.