Ο σκοπός ύπαρξης συστήματος ενδικοφανών προσφυγών είναι η επίλυση των διοικητικών διαφορών στο επίπεδο της διοίκησης και συνακόλουθα ο περιορισμός των υποθέσεων που εισάγονται στα διοικητικά δικαστήρια, άλλως η εισαγωγή τους με εκκαθαρισμένο το πραγματικό και καθορισμένο το πλαίσιο εντός του οποίου θα αχθεί η διαφορά ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων.
Ειδικότερα, η λεγόμενη ενδικοφανής προσφυγή είναι μια διοικητική προσφυγή που ο πολίτης ασκεί ενώπιον διοικητικής αρχής στρεφόμενος κατά μιας διοικητικής πράξεως, με δύο βασικά χαρακτηριστικά: α) επιτρέπει την κατ’ ουσίαν επανεξέταση της υποθέσεως, και β) έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος, το οποίο ενδεχομένως θα ασκηθεί και το οποίο στρέφεται κατά της αποφάσεως που εκδίδεται κατά την σχετική ενδικοφανή διαδικασία.
Η άσκηση της ενδικοφανούς, υποχρεωτικής, προσφυγής έχει πολλαπλή λειτουργία, τόσο σε σχέση με τον διοικούμενο, όσο και σε σχέση με τη διοίκηση, ήτοι η άσκηση της δίνει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να προβάλλει ενώπιον της διοικήσεως αντιρρήσεις όχι μόνο νομικής φύσεως, αλλά και επιχειρήματα ουσίας και σκοπιμότητας σχετικά με την έκδοση της διοικητικής πράξης, φέρνοντάς τον πιο κοντά στη διοικητική δράση και επιβάλλοντας στη διοίκηση την υποχρέωση να ακούσει και να εκτιμήσει πιο προσεκτικά τις απόψεις του. Ο διάλογος που μπορεί έτσι να εγκατασταθεί μεταξύ διοικουμένου και διοικήσεως, ενισχύει τη νομιμοποίηση της τελευταίας και βελτιώνει την ποιότητα των αποφάσεών της. Αρκεί να πρόκειται για ειλικρινή διάλογο και όχι προσχηματικό, απαραίτητο, κατά τον νόμο, στάδιο για να καταλήξει, έτσι κι αλλιώς, η υπόθεση στα δικαστήρια. Πρέπει, επομένως και η διοίκηση όταν εγκύπτει στο περιεχόμενο της προσφυγής να εξετάζει πράγματι την προβαλλόμενη επιχειρηματολογία και να μεταβάλει τη στάση της, εκεί που απαιτείται.