Ως αναθεώρηση του Συντάγματος νοείται η τροποποίηση ή αντικατάσταση ή κατάργηση ή προσθήκη συνταγματικών διατάξεων, η οποία γίνεται στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος και σύμφωνα με τον τρόπο που αυτό προβλέπει. Αυτονόητο είναι ότι στα ήπια συντάγματα δεν απαιτείται η θέσπιση αναθεωρητικής διαδικασίας, εφόσον δύνανται να αναθεωρούνται από τον κοινό νομοθέτη.
Η αναθεώρηση του συντάγματος αποτελεί εξαιρετική περίπτωση και πραγματώνεται, στα αυστηρά συντάγματα, υπό καθεστώς ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Ο λόγος έγκειται στο ότι τα συντάγματα αυτά στοχεύουν στη διατήρηση του πολιτεύματος που θεσπίζουν. Συνεπώς προκειμένου να το επιτύχουν, εισάγουν τη δυνατότητα αναθεώρησής τους ως ασφαλιστική δικλείδα έναντι της εξέλιξης της κοινωνικής πραγματικότητας η οποία θα μπορούσε, ελλείψει προσαρμογής των θεσμών στη νέα κατάσταση πραγμάτων, να θέσει υπό δεινή δοκιμασία το κύρος τους ως παραστατικών κειμένων ενός συστήματος κατοχύρωσης κοινωνικών και πολιτικών αξιών.
Το ελληνικό σύνταγμα είναι αυστηρό. Στην κατηγορία του αυστηρού συντάγματος ανήκει κάθε γραπτό σύνταγμα του οποίου οι κανόνες, ως υπερέχοντες όλων των άλλων κανόνων που συγκροτούν την έννομη τάξη, τίθενται, τροποποιούνται ή καταργούνται με ειδική διαδικασία, δυσχερέστερη των κοινών κανόνων δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος, οι διατάξεις του υπόκεινται σε αναθεώρηση εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Kοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 και 7, 5 παράγραφοι 1 και 3, 13 παράγραφος 1 και 26 του Συντάγματος.
H ανάγκη της αναθεώρησης του Συντάγματος διαπιστώνεται με απόφαση της Bουλής που λαμβάνεται, ύστερα από πρόταση πενήντα (50) τουλάχιστον βουλευτών, με πλειοψηφία των τριών πέμπτων (3/5) του όλου αριθμού των μελών της σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους έναν τουλάχιστον μήνα. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν. Αφού η αναθεώρηση αποφασιστεί από τη Bουλή, η επόμενη Bουλή, κατά την πρώτη σύνοδό της, αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις. Αν η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος έλαβε την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, όχι όμως και την πλειοψηφία των τριών πέμπτων (3/5), η επόμενη Bουλή κατά την πρώτη σύνοδό της μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων (3/5) του όλου αριθμού των μελών της.
Τέλος κάθε ψηφιζόμενη αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε δέκα ημέρες αφότου επιψηφιστεί από τη Bουλή και τίθεται σε ισχύ με ειδικό ψήφισμά της. Επιπλέον δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του Συντάγματος πριν περάσει πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης.