Με το άρθρο 59 του νόμου 4055/2012 εισήχθη στη διοικητική δικονομία η αίτηση επιτάχυνσης. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι εφόσον μια υπόθεση δεν έχει συζητηθεί για διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου, οποιοσδήποτε από τους διαδίκους μπορεί να ζητήσει την επιτάχυνση της εκδίκασης της υπόθεσης με αίτησή του προς το δικαστήριο. Μοναδική δηλαδή προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης επιτάχυνσης αποτελεί το γεγονός ότι η υπόθεση δεν έχει συζητηθεί για χρονικό διάστημα άνω των 24 μηνών από την έναρξη της εκκρεμοδικίας, χωρίς να απαιτείται η προβολή ουσιαστικού λόγου για τη θεμελίωση της αίτησης επιτάχυνσης.
Η αίτηση εξετάζεται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Η ικανοποίηση του αιτήματος είναι υποχρεωτική εφόσον πληρείται η αντικειμενική προϋπόθεση του χρονικού διαστήματος, δηλαδή η υπέρβαση των 24 μηνών, και το δικαστήριο ορίζει δικάσιμο εντός 6 μηνών. Με ανώτατο όριο τους 6 μήνες, το αρμόδιο δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση ορίζει τη συντομότερη δυνατή δικάσιμο, εκτιμώντας τις προηγούμενες καθυστερήσεις στην εκδίκαση της υπόθεσης σε προηγούμενους βαθμούς ή στάδια της διαδικασίας, τις ανάγκες του δικαστηρίου και το φόρτο εργασίας του δικαστηρίου.
Τέλος εκτός από την αίτηση επιτάχυνσης, ο νόμος 4055/2012 εισάγει και την αίτηση προτίμησης. Ο υπουργός, ο οποίος εποπτεύει το δημόσιο νομικό πρόσωπο το οποίο είναι διάδικο σε διοικητική διαφορά, μπορεί να ζητήσει τόσο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όσο και από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Η ικανοποίηση του αιτήματος εξαρτάται από τα οργανωτικά περιθώρια του δικαστηρίου και επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.