Η δικαιοδοτική έρευνα της συνταγματικότητας των νόμων θεωρείται ως θεμελιώδης θεσμός που εγγυάται την τήρηση του Συντάγματος και την προστασία των συνταγματικών ελευθεριών θεωρείται. Το Σύνταγμα αποτελεί την οργανωτική βάση της ύπαρξης του κράτους, το θεσμικό του στήριγμα. Η πρωταρχικότητα του Συντάγματος για την οργάνωση της Πολιτείας είναι αναμφισβήτητη. Το Σύνταγμα προέχει ως οργανωτικός θεσμός όλων των εξουσιών και υπερέχει ως δεσμευτικός κανόνας όλων των πράξεων και αποφάσεων τους. Η θεώρηση του Συντάγματος ως κανόνα επιτακτικού και δεσμευτικού, που αξιώνει τήρηση και εφαρμογή από όλες τις συντεταγμένες αρχές και εξουσίες, διεκδικεί, παράλληλα, και το προβάδισμα κάθε φορά που κατά την εφαρμογή του συμβαίνει να συγκρούεται κατά περιεχόμενο με πράξεις της νομοθετικής εξουσίας.
Το Σύνταγμα είναι ασφαλώς και αυτός «νόμος» του κράτους, αλλά νόμος πρωταρχικός, υπέρτατος, θεμελιώδης, ιδιότυπος, και πανηγυρικός, που διαφέρει και ως προς τη μορφή ή την ισχύ αλλά και ως προς το περιεχόμενο, από τις νομοθετικές επιταγές, ένας νόμος κατ’ εξοχήν πολιτικός, συνυφασμένος με την οργάνωση της Πολιτείας. Αποτελεί, άρα, όπως άλλωστε κάθε νόμος του κράτους, πράξη δεσμευτική, γι' αυτό και οι διατάξεις του θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως επιταγές δεσμευτικές. Και επιτακτικοί κανόνες δικαίου είναι όχι μόνο οι διατάξεις, που ρυθμίζουν σχέσεις κράτους και πολίτη, τα συνταγματικά δικαιώματα, αλλά και οι οργανωτικές διατάξεις καθώς και οι διατάξεις κοινωνικού ή οικονομικού περιεχομένου, δηλαδή, τα κοινωνικά δικαιώματα ή οι διατάξεις που τάσσουν σκοπούς ή επιτρέπουν τη χάραξη πολιτικών, όπως είναι η οικονομική, κοινωνική, εκπαιδευτική ή περιβαλλοντική πολιτική κ.ά. Οι αρχές, οι κανόνες, οι σκοποί και τα δικαιώματα που περιέχει το Σύνταγμα δεν αποτελούν απλές διακηρύξεις ή κατευθυντήριες αρχές ή εντολές αλλά κανόνες δεσμευτικούς που αξιώνουν εφαρμογή και συμμόρφωση. Οι συνταγματικές διατάξεις πρέπει να γίνονται αντιληπτές και να ερμηνεύονται ως επιταγές κανονιστικού χαρακτήρα ανεξάρτητα από τα υποκείμενα στα οποία απευθύνονται.
Επομένως, για την ελληνική έννομη τάξη ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί, κατά βάση, συνέπεια της πρωταρχικής σημασίας του Συντάγματος για το Πολίτευμα καθώς και της προέλευσης του από την βούληση της κυρίαρχης, της συντακτικής εξουσίας. Η υπεροχή του απέναντι στο νόμο δεν είναι τόσο τυπική όσο είναι ουσιαστική: περιέχει αρχές του πολιτεύματος και της έννομης συμβίωσης, πρωταρχικές και θεμελιώδεις. Το Σύνταγμα είναι υπεράνω της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας, που αποτελούν συντεταγμένες εξουσίες, επειδή είναι πρωταρχικός κανόνας της συντακτικής εξουσίας και καταστατικός νόμος της Πολιτείας. Αυτό σημαίνει ότι ο παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα δεν απορρέει από την δικαιοκρατική οργάνωση των εξουσιών ούτε είναι συνέπεια της εφαρμογής από τα δικαστήρια εν ισχύει και μόνον διατάξεων του θετού δικαίου, αλλά άμεση θεσμική συνέπεια της πρωταρχικότητας της συντακτικής εξουσίας και της πολιτειακής και πολιτικής σημασίας του Συντάγματος, η οποία συνοψίζεται στην διαφύλαξη του δημοκρατικού πολιτεύματος, που το ίδιο εγκαθιδρύει.
Συνοψίζοντας, ο διάχυτος και παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην ελληνική έννομη τάξη, στηρίζεται σε τρεις ιδέες κλειδιά, που διαπερνούν και συγκροτούν τα λογικά προαπαιτούμενα του συστήματος:
1) στην αντιμετώπιση του Συντάγματος ως θεμελιώδους ή υπέρτατου Νόμου του κράτους, που περιέχει διατάξεις με επιτακτικό χαρακτήρα και δεσμευτική δύναμη για όλα τα υποκείμενα στα οποία απευθύνεται και ειδικά για τα άμεσα όργανα του κράτους.
2) στον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος από τον οποίο απορρέει και η αυξημένη τυπική δύναμη ή η τυπική υπεροχή του έναντι όλων των άλλων κανόνων της Πολιτείας, και
3) στη διάκριση των εξουσιών, με την τυπική και ουσιαστική του όρου έννοια, η οποία συνεπάγεται τη σαφή διάκριση της δικαιοδοτικής λειτουργίας από τη νομοθετική και διασφαλίζει και δικαιολογεί τον δικαιοδοτικό χαρακτήρα του ελέγχου της συνταγματικότητας.